- ὁπλίττομαι
- ὁπλίσσομαι , ὁπλίζωmakeaor subj mid 1st sg (epic)ὁπλίσσομαι , ὁπλίζωmakefut ind mid 1st sg (epic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.